Κείμενο 1. [O Τρύγος]
Πανηγύρι ο τρύγος. Αράδα, μικροί – μεγάλοι, πίσω από τον μπάρμπα-Γιάννη. Με το κλαδευτήρι, τρυγούμε τσαμπί το τσαμπί. Με το χέρι, ρώγα, τη ρώγα. Η Ελευθερία και η Ξένια χαίρονται πιο πολύ από τις μικρές που ζουζουνίζουν ανάμεσα στα κλήματα. Κάνουν κουράγιο. Να μην πέσει σταγόνα βροχής. Να προλάβουμε τον καιρό. Σκύβουμε ευλαβικά μπροστά σε κάθε φυτό. Γιατί του πρέπει το προσκύνημα. Να μην λαβώσουμε τα κλαδιά. Να πάρουμε τον καρπό και να το αφήσουμε στην ησυχία του, μέχρι να ‘ρθει και πάλι ο καιρός να καρπίσει.
Γεμίζουν οι κοφίνες. «Χέρια να έχεις στο αμπέλι. Πόλεμος είναι ο τρύγος», λέει ο μπάρμπα-Γιάννης. Ροζιασμένα τα χέρια του μπάρμπα-Γιάννη. Κι όμως τούτα τα ταλαιπωρημένα από το χρόνο χέρια χαϊδεύουν το αμπέλι. Γνωρίζει το αμπέλι σαν το χέρι του.
«Πόσα χρόνια το έχεις το αμπέλι, μπάρμπα-Γιάννη», τον ρωτώ.
«Σαράντα-πέντε», μου λέει. «Μα είναι καλά κλήματα, καρπίζουν».
Ογδόντα και βάλε τα χρόνια του μπάρμπα-Γιάννη. Κάνει ότι μπορεί για να περάσει στα παιδιά του την αγάπη του για το αμπέλι. Να μην αφήσουν τη γης.
Με τις κουβέντες, το παιχνίδι των πιτσιρικιών ανάμεσα στα κλήματα, γεμίζουν οι κοφίνες. Κι από εκεί, στο αυτοκίνητο. Κι ύστερα στο πατητήρι. Παλιά, στην αυλή του σπιτιού ο καθένας αμπελουργός είχε το δικό του πατητήρι. Χτιστό, ή σκαλιστό σε πέτρα μαλακή.
Έριχναν τα σταφύλια στο πατητήρι και άρχισε άλλο πανηγύρι. Να πατήσουν τα σταφύλια, να τρέξει ο μούστος, να μεθύσουν όλοι από τις μυρουδιές. Και να πάρει η κυρά τον πρώτο μούστο, να τον βράσει για να κάνει μουσταλευριά, μουστοκούλουρα, πετιμέζι. Άλλες χαρές.
Τώρα όλοι τρέχουν στο σύγχρονο πατητήρι. Μιαν ανοξείδωτη χοάνη υποδέχεται τον καρπό. Ρώγες και τσάμπουρα συνθλίβονται μηχανικά. Τρέχει ο μούστος, μπαίνει στα βαρέλια. Άλλοι το αφήνουν στο πατητήρι για να πάει για το εμπόριο.
Μόλις βάλαμε στο πατητήρι και την τελευταία ρώγα από το αμπέλι, άνοιξαν οι ουρανοί. Έβρεχε κι εμείς σαν μεθυσμένοι από τις μυρουδιές, καθόμαστε μέσα στο νερό και βλέπαμε τον κόπο μας που δεν πήγε χαμένος. Πρώτος από όλους ο μπάρμπα-Γιάννης.
Αφού έκλεισε η δεξαμενή με το μούστο που θα παίρναμε στο σπίτι, ο οινολόγος μέτρησε τα γράδα. «Καλό θα γίνει παιδιά.», μας είπε. Γελούσε κάθε ρυτίδα στο πρόσωπο του μπάρμπα- Γιάννη. Ο μούστος μεταγγίζεται στα ξύλινα βαρέλια. Με προσοχή. Να μην χαθεί σταλιά. Αμαρτία είναι. Ο μπάρμπα-Γιάννης έκλεισε τα βαρέλια με μια χούφτα από κλαδάκια θυμαριού. Να ανασαίνει το βαρέλι. Να αρχίσει να ζυμώνεται ο μούστος. Από τούτη την ώρα μετρούν οι μέρες για να ανοίξει το γιοματάρι. Σαράντα-πενήντα μέρες, ό,τι πει κι ο καιρός.
Γεμίζουν οι κοφίνες. «Χέρια να έχεις στο αμπέλι. Πόλεμος είναι ο τρύγος», λέει ο μπάρμπα-Γιάννης. Ροζιασμένα τα χέρια του μπάρμπα-Γιάννη. Κι όμως τούτα τα ταλαιπωρημένα από το χρόνο χέρια χαϊδεύουν το αμπέλι. Γνωρίζει το αμπέλι σαν το χέρι του.
«Πόσα χρόνια το έχεις το αμπέλι, μπάρμπα-Γιάννη», τον ρωτώ.
«Σαράντα-πέντε», μου λέει. «Μα είναι καλά κλήματα, καρπίζουν».
Ογδόντα και βάλε τα χρόνια του μπάρμπα-Γιάννη. Κάνει ότι μπορεί για να περάσει στα παιδιά του την αγάπη του για το αμπέλι. Να μην αφήσουν τη γης.
Με τις κουβέντες, το παιχνίδι των πιτσιρικιών ανάμεσα στα κλήματα, γεμίζουν οι κοφίνες. Κι από εκεί, στο αυτοκίνητο. Κι ύστερα στο πατητήρι. Παλιά, στην αυλή του σπιτιού ο καθένας αμπελουργός είχε το δικό του πατητήρι. Χτιστό, ή σκαλιστό σε πέτρα μαλακή.
Έριχναν τα σταφύλια στο πατητήρι και άρχισε άλλο πανηγύρι. Να πατήσουν τα σταφύλια, να τρέξει ο μούστος, να μεθύσουν όλοι από τις μυρουδιές. Και να πάρει η κυρά τον πρώτο μούστο, να τον βράσει για να κάνει μουσταλευριά, μουστοκούλουρα, πετιμέζι. Άλλες χαρές.
Τώρα όλοι τρέχουν στο σύγχρονο πατητήρι. Μιαν ανοξείδωτη χοάνη υποδέχεται τον καρπό. Ρώγες και τσάμπουρα συνθλίβονται μηχανικά. Τρέχει ο μούστος, μπαίνει στα βαρέλια. Άλλοι το αφήνουν στο πατητήρι για να πάει για το εμπόριο.
Μόλις βάλαμε στο πατητήρι και την τελευταία ρώγα από το αμπέλι, άνοιξαν οι ουρανοί. Έβρεχε κι εμείς σαν μεθυσμένοι από τις μυρουδιές, καθόμαστε μέσα στο νερό και βλέπαμε τον κόπο μας που δεν πήγε χαμένος. Πρώτος από όλους ο μπάρμπα-Γιάννης.
Αφού έκλεισε η δεξαμενή με το μούστο που θα παίρναμε στο σπίτι, ο οινολόγος μέτρησε τα γράδα. «Καλό θα γίνει παιδιά.», μας είπε. Γελούσε κάθε ρυτίδα στο πρόσωπο του μπάρμπα- Γιάννη. Ο μούστος μεταγγίζεται στα ξύλινα βαρέλια. Με προσοχή. Να μην χαθεί σταλιά. Αμαρτία είναι. Ο μπάρμπα-Γιάννης έκλεισε τα βαρέλια με μια χούφτα από κλαδάκια θυμαριού. Να ανασαίνει το βαρέλι. Να αρχίσει να ζυμώνεται ο μούστος. Από τούτη την ώρα μετρούν οι μέρες για να ανοίξει το γιοματάρι. Σαράντα-πενήντα μέρες, ό,τι πει κι ο καιρός.
Κείμενο 2. [Αν θέλεις ένα φίλο...]
– Έλα να παίξεις μαζί μου, της πρότεινε ο μικρός πρίγκιπας. Είμαι τόσο λυπημένος…
– Δεν μπορώ να παίξω μαζί σου, είπε η αλεπού. Δεν είμαι εξημερωμένη.
– Α, συγγνώμη, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Όμως, ύστερα από σκέψη, πρόσθεσε:
– Τι πάει να πει «εξημερώνω»;
– Εσύ δεν είσαι από εδώ, είπε η αλεπού, τι γυρεύεις;
– Γυρεύω τους ανθρώπους, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Τι πάει να πει «εξημερώνω»;
– Οι άνθρωποι, είπε η αλεπού, έχουν τουφέκια και κυνηγάνε… Μεγάλος μπελάς. Εκτρέφουν και κότες. Είναι το μόνο τους καλό. Κότες γυρεύεις;
– Όχι, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Γυρεύω φίλους. Τι πάει να πει «εξημερώνω»;
– Είναι κάτι που έχει ξεχαστεί από καιρό, είπε η αλεπού. Σημαίνει «δημιουργώ δεσμούς…».
– Δημιουργώ δεσμούς;
– Βέβαια, είπε η αλεπού. Για μένα ακόμα δεν είσαι παρά ένα αγοράκι ολόιδιο μ' άλλα εκατό χιλιάδες αγοράκια. Και δε σε χρειάζομαι. Κι ούτε εσύ με χρειάζεσαι. Για σένα δεν είμαι παρά μια αλεπού ίδια μ' εκατό χιλιάδες άλλες αλεπούδες. Αν όμως μ' εξημερώσεις, θα χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο. Θα είσαι για μένα μοναδικός στον κόσμο, θα είμαι για σένα μοναδική στον κόσμο...
– Αρχίζω να καταλαβαίνω, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Ξέρω ένα λουλούδι... νομίζω πως μ' εξημέρωσε...
– Πολύ πιθανόν, είπε η αλεπού. Βλέπει κανείς στη Γη τα πιο τρελά πράματα...
– Α, δεν είναι στη Γη, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Η αλεπού φάνηκε πολύ παραξενεμένη:
– Σ' έναν άλλο πλανήτη;
– Ναι.
– Υπάρχουν κυνηγοί σ' εκείνο τον πλανήτη;
– Όχι.
– Ενδιαφέρον. Και κότες;
– Όχι.
– Τίποτα δεν είναι τέλειο, αναστέναξε η αλεπού. Όμως η αλεπού ξαναγύρισε στην προηγούμενη σκέψη της:
– Η ζωή μου είναι μονότονη. Κυνηγάω κότες, οι άνθρωποι με κυνηγάν. Όλες οι κότες μοιάζουν κι όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν. Γι' αυτό λοιπόν, βαριέμαι λίγο. Αν όμως μ' εξημερώσεις, η ζωή μου θα γίνει ηλιόλουστη, θ' αναγνωρίζω το θόρυβο ενός βήματος διαφορετικού απ' όλα τ' άλλα. Τα άλλα βήματα θα με κάνουν να κρύβομαι κάτω απ' τη γη. Το δικό σου, σαν μουσική, θα με τραβάει έξω απ' τη φωλιά μου. Κι έπειτα κοίτα. Βλέπεις εκεί πέρα, τα χωράφια με το στάρι; Δεν τρώω ψωμί. Το στάρι για μένα είναι άχρηστο. Τα χωράφια με το στάρι δε μου θυμίζουν τίποτα. Κι αυτό είναι λυπηρό. Όμως εσύ έχεις μαλλιά χρυσαφένια. Θα είναι υπέροχο λοιπόν όταν θα με έχεις εξημερώσει. Το στάρι, που είναι χρυσαφένιο, θα μου θυμίζει εσένα. Και θα μ' αρέσει ν' ακούω τον άνεμο μέσα στα στάχυα... Η αλεπού σώπασε και κοίταξε ώρα πολλή το μικρό πρίγκιπα:
– Σε παρακαλώ... εξημέρωσε με, είπε.
– Το θέλω, απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, αλλά δεν έχω πολύ χρόνο. Έχω ν' ανακαλύψω φίλους και πολλά πράματα να γνωρίσω.
– Γνωρίζουμε μονάχα τα πράματα που εξημερώνουμε, είπε η αλεπού. Οι άνθρωποι δεν έχουν πια καιρό να γνωρίζουν τίποτα. Τ' αγοράζουν όλα έτοιμα απ' τους εμπόρους. Επειδή όμως δεν υπάρχουν έμποροι που να πουλάν φίλους, οι άνθρωποι δεν έχουν πια φίλους. Αν θέλεις ένα φίλο, εξημέρωσέ με.
Άντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ, Ο Μικρός Πρίγκιπας, μτφρ. Μελίνα Καρακώστα, εκδ. Πατάκη, 2000
Παρουσίαση: Άννα Γρηγοριάδου
Κείμενο 3. [Αγαπάς για ν' αγαπάς]
Αυτή την ιστορία τη λέω πάντα, την έχω γράψει και πολλοί από σας την έχετε ακούσει χιλιάδες φορές, μ' αρέσει όμως τόσο πολύ. Στο μάθημα της Αγάπης ένα κορίτσι είπε ένα βράδυ: «Ξέρω γιατί απελπίζομαι τόσο συχνά. Είναι γιατί θέλω να με αγαπούν όλοι κι αυτό δεν είναι ανθρωπίνως δυνατόν. Θα μπορούσα να είμαι το πιο ζουμερό, το πιο γευστικό, το πιο συναρπαστικό ροδάκινο του κόσμου και να προσφέρομαι σε όλους. Υπάρχουν όμως άνθρωποι που είναι αλλεργικοί στα ροδάκινα. Αυτοί θα θελήσουν ίσως να γίνω μπανάνα». Πόσο συχνά δε γινόμαστε μπανάνες για άλλους, που θέλουν ροδάκινα! Τι θλιβερή φρουτοσαλάτα. Είναι προτιμότερο να πεις στον άλλο: «Λυπάμαι πολύ που δεν μπορώ να είμαι μπανάνα, θα το 'θελα πολύ να ήμουνα μπανάνα για σένα. Βλέπεις όμως, είμαι ροδάκινο».
Και ξέρετε τι θα συμβεί; Αν περιμένετε αρκετά, θα βρείτε κάποιον που του αρέσουν τα ροδάκινα. Και μετά θα μπορείτε να ζήσετε σαν ροδάκινο κι όχι σαν μπανάνα. Σκεφτείτε χάσιμο ενέργειας που έχει κανείς προσπαθώντας να γίνει μπανάνα όταν είναι ροδάκινο!
«Όταν αγαπάς, κινδυνεύεις να μην έχει ανταπόκριση η αγάπη σου». Δεν είναι κακό αυτό. Αγαπάς για ν' αγαπάς, κι όχι για να πάρεις ανταπόδοση – αυτό δεν είναι αγάπη.
«Όταν ελπίζεις, κινδυνεύεις να πονέσεις». Και «Όταν δοκιμάζεις, κινδυνεύεις να αποτύχεις». Κι όμως πρέπει να ρισκάρεις, γιατί η μεγαλύτερη ατυχία στη ζωή είναι να μη ρισκάρεις τίποτε. Όποιος δε ρισκάρει τίποτε, δεν κάνει τίποτε, δεν έχει τίποτε και δεν είναι τίποτε. Μπορεί ν' αποφεύγει τον πόνο και τη λύπη, αλλά δε μαθαίνει, δε νιώθει, δεν αλλάζει, δεν αναπτύσσεται, δε ζει και δεν αγαπά. Είναι δούλος αλυσοδεμένος με τις βεβαιότητες και τους εθισμούς του. Έχει ξεπουλήσει το μεγαλύτερο αγαθό του, την ατομική του ελευθερία. Μόνο ο άνθρωπος που ρισκάρει είναι ελεύθερος.
Λέο Μπουσκάλια, Να ζεις, ν' αγαπάς και να μαθαίνεις, μτφρ. Μαρίνα Λώμη, εκδ. Γλάρος, 1988
Κείμενο 4. [Η φιλία – Σχέση σημαντική και πολύτιμη
“Αν ποτέ υπάρξει αύριο χωρίς να είμαστε μαζί, υπάρχει κάτι που πρέπει να θυμάσαι. Είσαι πιο γενναίος από όσο πιστεύεις, πιο δυνατός από όσο φαίνεσαι και πιο έξυπνος από όσο νομίζεις. Όμως, το πιο σημαντικό πράγμα είναι, ότι ακόμα και αν εμείς χωρίσουμε, θα είμαι πάντα μαζί σου” - Winnie the Pooh.
Η φιλία αναμφισβήτητα είναι μια από τις ομορφότερες εμπειρίες στη ζωή των ανθρώπων. Η σχέση που δημιουργούμε με τους φίλους μας, είναι σχέση σημαντική και πολύτιμη γιατί μπορεί να μας συντροφεύει για πάντα!
Σύμφωνα με έρευνες, τα παιδιά που έχουν φίλους τείνουν να έχουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και να αποδίδουν καλύτερα στο σχολείο σε σχέση με τα παιδιά που είναι πιο απομονωμένα κοινωνικά. Όταν τα παιδιά δυσκολεύονται να δημιουργήσουν φιλίες συχνά νιώθουν μοναξιά και απογοήτευση με τον ίδιο τους τον εαυτό. Συναισθήματα απόρριψης μπορεί να οδηγήσουν σε άγχος και δυσφορία.
Η φιλία είναι ένα είδος αμοιβαίας ανταλλαγής, απαιτεί να δίνεις και να παίρνεις. Τα παιδιά μοιράζοντας τα παιχνίδια τους, το χρόνο τους, τις εμπειρίες και τα συναισθήματά τους, μαθαίνουν να ικανοποιούν τις κοινωνικές τους ανάγκες αλλά και να καλύπτουν τις ανάγκες των άλλων.
Οι απαιτήσεις και οι ανάγκες των παιδιών από τους φίλους αλλάζουν καθώς μεγαλώνουν, όπως επίσης αλλάζουν και οι δεξιότητες που απαιτούνται για να δημιουργηθεί ένας ισχυρός δεσμός φιλίας. Για παράδειγμα, για ένα παιδί τριών ετών φίλος μπορεί να θεωρείται αυτός που έχει ωραία παιχνίδια και η δεξιότητα που μπορεί να απαιτείται για να διατηρηθεί αυτή η φιλία μπορεί να είναι το μοίρασμα των παιχνιδιών χωρίς γκρίνια.
Τα μεγαλύτερα παιδιά όμως, έχουν πολύ πιο αυξημένες ανάγκες και απαιτήσεις από τους φίλους. Όσο αυξάνουν οι ανάγκες, ανάλογα αυξάνουν και οι δεξιότητες που θα πρέπει να έχει αποκτήσει το παιδί για να προσεγγίσει και να διατηρήσει τους φίλους του. Η δικαιοσύνη, η εμπιστοσύνη, η κατανόηση και το να μπορεί να μιλήσει για τα συναισθήματα και τα προβλήματά του, είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για να μπορέσει το παιδί να νιώσει κάποιον φίλο του καθώς μεγαλώνει.
Πηγή:Parentshelp.gr
Παρουσίαση: Χριστίνα Αλεξίου